- εὐκοινωνησία
- εὐκοινων-ησία, ἡ,A good fellowship, Stoic.3.64, M.Ant.11.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐκοινωνησία — εὐκοινωνησίᾱ , εὐκοινωνησία good fellowship fem nom/voc/acc dual εὐκοινωνησίᾱ , εὐκοινωνησία good fellowship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκοινωνησία — εὐκοινωνησία, ἡ (Α) [ευκοινώνητος] το να είναι κάποιος ευκοινώνητος, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα … Dictionary of Greek
εὐκοινωνησίας — εὐκοινωνησίᾱς , εὐκοινωνησία good fellowship fem acc pl εὐκοινωνησίᾱς , εὐκοινωνησία good fellowship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκοινωνησίαν — εὐκοινωνησίᾱν , εὐκοινωνησία good fellowship fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)